ἀνατολικός

ἀνατολικός
ἀνατολικός, ή, όν,
A eastern,

ἡμισφαίριον Str.2.3.2

;

στοά J.AJ20.9.7

, al.;

θάλασσα Epicur.Fr.346b

: [comp] Comp., Str.2.1.27, Marin.Procl. 36: [comp] Sup., Marcian.Peripl.1.6,al.
2 ἀνατολικοί, οἱ, = Orientales, title of a numerus, PFlor.278V1 (iii A.D.).
3 ἀ. χρόνος time occupied in rising, Gem.7.18, Ptol.Alm.2.11;

ἀ. φάσεις Ptol.Tetr. 99

; but ἀ. σελήνη waxing moon, Xenccr. ap. Orib.2.58.77, Ptol.Tetr. 116.
II Subst. ἀνατολικόν, τό, = κλύμενον, of a flower opening at sunrise, Ps.-Dsc.4.13.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀνατολικός — eastern masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανατολικός — ή, ό (AM ἀνατολικός, ή, όν) [ανατολή] αυτός που ανήκει στην Ανατολή νεοελλ. 1. (για άνεμο) αυτός που πνέει από την Ανατολή, ο απηλιώτης 2. (για κτίσμα) αυτός που έχει πρόσοψη προς την Ανατολή …   Dictionary of Greek

  • ανατολικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που βρίσκεται προς την ανατολή: Η ανατολική Θράκη ανήκει σήμερα στην Τουρκία. 2. αυτός που ανήκει στην Ανατολή: Οι ανατολικοί λαοί ανέπτυξαν πολύ νωρίς σημαντικό πολιτισμό. 3. αυτός που έχει πρόσοψη προς την ανατολή: Το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νοτι(ο)ανατολικός — ή, ό αυτός που είναι γυρισμένος ή που βρίσκεται στο σημείο του ορίζοντα ανάμεσα στην Ανατολή και το Νότο ή που προέρχεται από το σημείο αυτό, αλλ. ανατολικομεσημβρινός: Νοτι(ο)ανατολική Ευρώπη. – Νοτι(ο)ανατολικός άνεμος (αλλ. σιρόκος) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μηνύτωρ Ανατολικός — Γαλλόφωνη και αγγλόφωνη ελληνική εφημερίδα της Κωνσταντινούπολης (Le Moniteur Oriental και The Oriental Adviser). Ιδρύθηκε από τον Δ. Βελγή και εκδιδόταν από το 1883 έως το 1913 …   Dictionary of Greek

  • ἀνατολικά — ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc pl ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc/acc dual ἀνατολικά̱ , ἀνατολικός eastern fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικώτερον — ἀνατολικός eastern adverbial comp ἀνατολικός eastern masc acc comp sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικωτέρων — ἀνατολικός eastern fem gen comp pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικῶν — ἀνατολικός eastern fem gen pl ἀνατολικός eastern masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικόν — ἀνατολικός eastern masc acc sg ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνατολικώτατα — ἀνατολικός eastern adverbial superl ἀνατολικός eastern neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”